- κυτταρογενετική
- Κλάδος της γενετικής, ο οποίος μελετά τη δομή, τη λειτουργία και τις διάφορες ανωμαλίες που σχετίζονται με τα χρωμοσώματα. Κύριο εργαλείο της κ. είναι η ανάλυση του καρυοτύπου· αυτός λαμβάνεται ύστερα από την κατεργασία των κυττάρων με ειδική χρώση και τη φωτογράφησή τους στο μικροσκόπιο στη φάση της μετάφασης, οπότε τα χρωμοσώματα είναι περισσότερο ορατά. Ακολουθεί η ταξινόμησή τους ανά ζεύγη και κατά σειρά μεγέθους και η σύγκρισή τους με φυσιολογικούς καρυοτύπους, προκειμένου να προσδιοριστούν τυχόν ανωμαλίες. Η κ. είναι ιδιαίτερα σημαντική στην πρόγνωση γενετικών ασθενειών σε αγέννητα έμβρυα.
* * *ηβλ. κυτταρογενετικός.
Dictionary of Greek. 2013.