κυτταρογενετική

κυτταρογενετική
Κλάδος της γενετικής, ο οποίος μελετά τη δομή, τη λειτουργία και τις διάφορες ανωμαλίες που σχετίζονται με τα χρωμοσώματα. Κύριο εργαλείο της κ. είναι η ανάλυση του καρυοτύπου· αυτός λαμβάνεται ύστερα από την κατεργασία των κυττάρων με ειδική χρώση και τη φωτογράφησή τους στο μικροσκόπιο στη φάση της μετάφασης, οπότε τα χρωμοσώματα είναι περισσότερο ορατά. Ακολουθεί η ταξινόμησή τους ανά ζεύγη και κατά σειρά μεγέθους και η σύγκρισή τους με φυσιολογικούς καρυοτύπους, προκειμένου να προσδιοριστούν τυχόν ανωμαλίες. Η κ. είναι ιδιαίτερα σημαντική στην πρόγνωση γενετικών ασθενειών σε αγέννητα έμβρυα.
* * *
η
βλ. κυτταρογενετικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κυτταρογενετικός — και κυτογενετικός, ή, ό 1. βιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κυτταρογένεση 2. το θηλ. ως ουσ. βιολ. η κυτταρογενετική ή κυτογενετική κλάδος τής γενετικής ο οποίος μελετά τα χρωματοσώματα στη φυσιολογική αλλά και στην παθολογική τους… …   Dictionary of Greek

  • Μακ Κλίντοκ, Μπάρμπαρα — (Barbara McClintock, Χάρτφορντ, Κονέκτικατ 1902 – 1992). Αμερικανίδα βοτανολόγος. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο Κορνέλ της Νέας Υόρκης. Το ενδιαφέρον της για τη γενετική, που είχε φανεί ήδη κατά τις προπτυχιακές της σπουδές, συνδυάστηκε με τις… …   Dictionary of Greek

  • Στιούρτεβαντ, Αλφρέδος Ερρίκος — Αμερικανός γενετιστής (1891 – 1970). Σπούδασε στο πανεπιστήμιο Κολούμπια. Διετέλεσε καθηγητής του πανεπιστήμιου της Καλιφόρνια και επιστημονικός συνεργάτης του εργαστηρίου Μόργκαν. Έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην επεξεργασία της θεωρίας της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”